Skip to content Skip to main navigation Skip to footer

Είχα ακούσει από κάποιους ανθρώπους που ούτε καν τους ήξερα μία συζήτηση που με αφορούσε και που δυσκολεύτηκα να κατανοήσω. Καθόντουσαν κάτω από τον πλατύ ίσκιο των πλατανιών του Αι Παντελεήμονα απολαμβάνοντας την όμορφη δροσιά αυτού του μαγευτικού τοπίου ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα ο αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε την πέτρα.

Εκείνη τη στιγμή πέρασα και εγώ από ʽκείνο τον επίγειο παράδεισο για να δροσιστώ από το μοναδικό νερό της πηγής. Βλέποντας όμως αυτούς τους ανθρώπους προσπέρασα γιατί ποτέ δεν τους εμπιστεύτηκα αν και πολύ θα ήθελα να μην αισθανόμουν έτσι. Άκουσα όμως τις κουβέντες τους, κολακευτικές για μένα, κλάδωσα και αφουγκράστηκα… Απογοητεύτηκα.

Έχεις ξαναδεί τέτοια ομορφιά;

Μια τέτοια περήφανη κορμοστασιά και τέτοια περπατησιά δεν υπάρχει.Που να ακούσεις όταν τραγουδάει, και ένας άλλος προσθέτει: «πως μπορεί τόση ομορφιά, μοναδικότητα, μελωδία και αρχοντιά να βρίσκονται σε ένα πλάσμα;»

Ακούγοντας αυτά τα ερωτηματικά, θα ήθελα να τους φωνάξω:

Πως θα μπορούσα να ήμουνα αλλιώς όταν το πρώτο φως που είδα ερχόμενη στο κόσμο ήταν οι ακτίνες του καθαρότερου ήλιου της γης που ανατέλλει στη “Βαθειά Πηγή”, όταν πέρασα την πρώτη μου μέρα κάτω από την μαγεία του ανοιξιάτικου Παντελεήμονα και αποκοιμήθηκα για πρώτη φορά βλέποντας το σαγηνευτικά όμορφο και μαγευτικό ηλιοβασίλεμα του Αι Αντώνη;

Πως μπορεί να μην αισθάνομαι και να φαίνομαι όμορφη όταν εδώ στα μέρη μας συνειδητά ή όχι έχουμε επίγνωση ότι οι δύο μοναδικές αλήθειες που υπάρχουν, ο έρωτας και θάνατος, είναι η αρχή και το τέλος αντίστοιχα της ζωής και πόσο τυχεροί είμαστε που ο δεύτερος είναι συνήθως μόνο μια στιγμή ενώ ο πρώτος για όσους το καταλάβουν ολόκληρη η ζωή;

Εκεί όμως που κατατρόμαξα ήταν όταν άκουσα έναν της παρέας να λέει: «θα προσπαθήσω να την βρω, να την πάρω δικιά μου στο σπίτι μου, τέτοια ομορφιά δε θέλω να τη χάσω με τίποτα, θα πλήρωνα όσα-όσα».Τρόμαξα γι’ αυτό που κινδύνευα να πάθω και απογοητεύτηκα γιατί πίστευαν ότι η ομορφιά μπορεί να σκλαβωθεί ή να έχει ιδιοκτήτες, γιατί ο εγωισμός εξαφανίζει την ευαισθησία και γιατί πίστευαν ότι έχουν το δικαίωμα να διαταράξουν την αρμονία της ομορφιάς, στοιχείο της οποίας είναι η ύπαρξη μου.

Κατόρθωσα και τους ξέφυγα.

Ένα μήνα αργότερα ήρθε μια άλλη παρέα, αμίλητη με πρόσωπα αγριεμένα, με σφιγμένα δόντια, με βήματα βαριά και γρήγορα, οπλισμένη, με συνοδεία σκύλων διαταράσσοντας την ησυχία ενός γλυκοχαράματος που το είδα μετά από ένα εκκωφαντικό θόρυβο, πίσω από τις κατακόκκινες κουρτίνες που ταύτισαν την συνήθως λαμπρή ανατολή με το πορφυρένιο ηλιοβασίλεμα, τις κουρτίνες που δεν ήταν τίποτα άλλο από το αίμα μου που έτρεχε μέσα από τα μάτια μου και με χώριζε από τη ζωή. Βάστηξα κάμποσες ώρες. Κρεμασμένη από ένα σακίδιο και άκουσα έναν ηλίθιο να εκφράζει τον θαυμασμό του για μια κοπέλα λέγοντας: «κοίτα την πως περπατάει, σαν την πέρδικα» και ένας άλλος: «καλώς τηνε την πέρδικα που περπατά λεβέντικα».

Όταν θα έχουμε τελειώσει τι θα πει αυτός ή ο γιος του σε ανάλογη περίπτωση;

«κοίτα την, πως περπατάει σαν κουρούνα ή καλώς την κουρούνα που περπατά λεβέντικα;»

Πως μπορεί να πεθάνει κανείς με τόση απελπισία;

Ο αγώνας είναι άνισος… είστε πιο δυνατοί.

Έχω ανάγκη να ελπίζω, ότι κάποτε θα είστε πιο άνθρωποι.

Σκεφθείτε το γιατί αλλιώς θα πεθάνετε και εσείς αφού η ζωή χωρίς ομορφιά, ευαισθησία και αρμονία δεν υπάρχει και γιʼ αυτό πεθαίνω ήσυχη, γιατί, τα έδωσα όλα αυτά.